σμήριγγα

σμήριγγα
η / σμῆριγξ, -ήριγγος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σκληρή τρίχα ορισμένων θηλαστικών, όπως τού χοίρου, τού αγριόχοιρου κ.ά.
2. τριχόμορφος χιτινώδης σχηματισμός ορισμένων ασπονδύλων
3. ακανθόμορφη τρίχα που βρίσκεται σε διάφορα φυτά, όπως λ.χ. στην τσουκνίδα
αρχ.
βλ. μῆριγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τής λ. μῆριγξ (για ετυμολ. βλ. λ. μῆριγξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μακροχαίτη — η ζωολ. μακριά και ανθεκτική σμήριγγα που φυτρώνει σε ορισμένο σημείο τού σώματος τών δίπτερων εντόμων και ιδίως εκείνων που ανήκουν στην οικογένεια τών ταχινιδών …   Dictionary of Greek

  • σμηριγγόπτερα — τα, Ν φτερά τα οποία μοιάζουν με σμήριγγες και βρίσκονται στη βάση τού ράμφους τών εντομοφάγων πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμήριγγα + πτερό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”