- σμήριγγα
- η / σμῆριγξ, -ήριγγος, ΝΑνεοελλ.1. σκληρή τρίχα ορισμένων θηλαστικών, όπως τού χοίρου, τού αγριόχοιρου κ.ά.2. τριχόμορφος χιτινώδης σχηματισμός ορισμένων ασπονδύλων3. ακανθόμορφη τρίχα που βρίσκεται σε διάφορα φυτά, όπως λ.χ. στην τσουκνίδααρχ.βλ. μῆριγξ.[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τής λ. μῆριγξ (για ετυμολ. βλ. λ. μῆριγξ)].
Dictionary of Greek. 2013.